περιττοδάκτυλος

περιττοδάκτυλος
-η, -ο
βλ. περισσοδάκτυλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περισσοδάκτυλος — η, ο και περιττοδάκτυλος, η, ο / περισσοδάκτυλος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. περιττοδάκτυλος, ον Α αυτός που έχει περισσότερα από τον κανονικό αριθμό δάκτυλα τού χεριού ή τού ποδιού («τοῑς ὄγκοις μεγάλαι καὶ περιττοδάκτυλοι», Γεωπ.) νεοελλ. (το ουδ.… …   Dictionary of Greek

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”